Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολπορραγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κολπορραγί
α
οι
κολπορραγί
ες
γενική
της
κολπορραγί
ας
των
κολπορραγι
ών
αιτιατική
την
κολπορραγί
α
τις
κολπορραγί
ες
κλητική
κολπορραγί
α
κολπορραγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κολπορραγία
<
κόλπ(ος)
+
-ο-
+
-ρραγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολπορραγία
θηλυκό
απώλεια αίματος (
αιμορραγία
) από τον
κόλπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολπορραγία