κολονίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολονίτσα | οι | κολονίτσες |
γενική | της | κολονίτσας | — | |
αιτιατική | την | κολονίτσα | τις | κολονίτσες |
κλητική | κολονίτσα | κολονίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολονίτσα < κολόνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολονίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του κολόνα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολονίτσα
|