κολλητιλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολλητιλίκι | τα | κολλητιλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κολλητιλίκι | τα | κολλητιλίκια |
κλητική | κολλητιλίκι | κολλητιλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολλητιλίκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το να είναι κάποιος κολλητός με κάποιον άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολλητιλίκι
|