κολλήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κολλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κολλάω
- θα κολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κολλάω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κολλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κόλληση