Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολακευτικά < κολακευτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

κολακευτικά

κάποιος φίλος μού μίλησε πολύ κολακευτικά γι' αυτόν τον άνθρωπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κολακευτικά