κοκοράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοκοράκι | τα | κοκοράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κοκοράκι | τα | κοκοράκια |
κλητική | κοκοράκι | κοκοράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοκοράκι < κόκορ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.koˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κο‐ρά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοκοράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κόκορας
- ※ το κοκοράκι κι-κι-ρι-κι-κι / θα σε ξυπνάει κάθε πρωί (παλιό ελαφρό, επαναληπτικό, τραγούδι με τον Νίκο Γούναρη, το 1949/50 → δείτε τη λέξη παζάρι)
- χαϊδευτικά ο κόκορας
- μικρός κόκορας
- ≈ συνώνυμα: κοκορόπουλο, πετεινάρι
- (μεταφορικά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κόκορας
μικρός κόκορας
|
τσουλούφι στα μαλλιά
|
σπάσιμο της φωνής
|
Πηγές επεξεργασία
- κοκοράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας