κλώση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλώση | οι | κλώσεις |
γενική | της | κλώσης* | των | κλώσεων |
αιτιατική | την | κλώση | τις | κλώσεις |
κλητική | κλώση | κλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλώση < ελληνιστική κοινή κλῶσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλώση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλώση
|