Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλωνί τα κλωνιά
      γενική του κλωνιού των κλωνιών
    αιτιατική το κλωνί τα κλωνιά
     κλητική κλωνί κλωνιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μικρό κλωνί

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωνί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλωνίν < ελληνιστική κοινή κλωνίον, υποκοριστικό < αρχαία ελληνική κλών[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλωνί ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  1. το κλωνάρι
  2. η κλωνιά, νήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία