κλουβάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλουβάκι | τα | κλουβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κλουβάκι | τα | κλουβάκια |
κλητική | κλουβάκι | κλουβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλουβάκι < κλουβί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλουβάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κλουβί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλουβάκι
|