Ετυμολογία

επεξεργασία
κλιμακοποιώ < κλίμακα + -ο- + -ποιώ

κλιμακοποιώ

  1. ανάγω σε κάποια κλίμακα
  2. (σπάνιο) κλιμακώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία