κληρώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κληρώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληρώνω
- θα κληρώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληρώνω
κληρώσουμε