κλεψιγαμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλεψιγαμία < μεσαιωνική ελληνική κλεψιγαμία < ελληνιστική κοινή κλεψίγαμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλεψιγαμία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλεψιγαμία
|
Δείτε επίσης : κρυψιγαμία |
κλεψιγαμία θηλυκό
|