κλεφτοκοτάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kle.fto.koˈtas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐φτο‐κο‐τάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλεφτοκοτάς αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που κλέβει κότες
- (μεταφορικά) αυτός που κλέβει μικρά και ασήμαντα