κλεφτάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλεφτάτα < μεσαιωνική ελληνική κλεφτάτα < κλεφτάτος < αρχαία ελληνική κλέπτης
Επίρρημα επεξεργασία
κλεφτάτα
- (λαϊκότροπο) στα κλεφτά, κρυφά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλεφτάτα
|
κλεφτάτα
|