Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλειδαμπαρώνω < κλειδί + -ο- + αμπαρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

κλειδαμπαρώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία