Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλαῦσῐς αἱ κλαύσεις
      γενική τῆς κλαύσεως τῶν κλαύσεων
      δοτική τῇ κλαύσει ταῖς κλαύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κλαῦσῐν τὰς κλαύσεις
     κλητική ! κλαῦσῐ κλαύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλαύσει
γεν-δοτ τοῖν  κλαυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαῦσις < κλαίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαῦσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία