κλαυσίγελος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαυσίγελος < αρχαία ελληνική κλαυσίγελως < κλαῦσις + γέλως
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαυσίγελος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαυσίγελος
smilecrying |