κλαμπάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαμπάκι | τα | κλαμπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κλαμπάκι | τα | κλαμπάκια |
κλητική | κλαμπάκι | κλαμπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαμπάκι < υποκοριστικό του κλαμπ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαμπάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το κλαμπ
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κλαμπ
κλαμπάκι
|