Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαβεσίνο τα κλαβεσίνα
      γενική του κλαβεσίνου των κλαβεσίνων
    αιτιατική το κλαβεσίνο τα κλαβεσίνα
     κλητική κλαβεσίνο κλαβεσίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαβεσίνο < (καθαρεύουσα) κλαβεσῖνον[1] θέμα clavecin- (γαλλική clavecin) + -ον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kla.veˈsi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλα‐βε‐σί‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαβεσίνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .