κλαβίχορδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαβίχορδο < γαλλική clavicorde
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαβίχορδο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο, επίσημο) μορφή του κλάβικορντ, συνώνυμο του κλειδόχορδο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαβίχορδο
|