Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλήτευσις < κλητεύ(ω) + -σις < κλητός < καλώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλήτευσις θηλυκό