Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλάπα οι κλάπες
      γενική της κλάπας των (κλαπών)
    αιτιατική την κλάπα τις κλάπες
     κλητική κλάπα κλάπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλάπα < γερμανική Klappe

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλάπα θηλυκό

  • μεντεσές

  Μεταφράσεις επεξεργασία