κλάνω μέντες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
κλάνω μέντες
- (χυδαίο) φοβάμαι, τρομοκρατούμαι τόσο πολύ που τα κάνω επάνω μου από το φόβο
Συνώνυμα επεξεργασία
- κλάνω πατάτες
- κλάνω μαλλί
- τα κάνω επάνω μου (από το φόβο)
- μου κόπηκαν τα ήπατα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλάνω μέντες
|