Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κιτρινίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κιτρινίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κιτρινίζω
  3. θα κιτρινίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κιτρινίζω