Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κισσύβιον τὰ κισσύβι
      γενική τοῦ κισσυβίου τῶν κισσυβίων
      δοτική τῷ κισσυβί τοῖς κισσυβίοις
    αιτιατική τὸ κισσύβιον τὰ κισσύβι
     κλητική ! κισσύβιον κισσύβι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κισσυβίω
γεν-δοτ τοῖν  κισσυβίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κισσύβιον < προελληνική ς προέλευσης. Στην αρχαιότητα συνδεόταν με τη λέξη κισσός λόγω της διακόσμησης με κισσό ή λόγω του υλικού κατασκευής.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κισσύβιον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κισσύβιον σελ. 705 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία