Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιοπρουλής οι κιοπρουλήδες
      γενική του κιοπρουλή των κιοπρουλήδων
    αιτιατική τον κιοπρουλή τους κιοπρουλήδες
     κλητική κιοπρουλή κιοπρουλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιοπρουλής < τουρκική köprü (γεφύρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιοπρουλής αρσενικό

  • (παρωχημένο) γεφυροποιός
    Η κατασκευή τέτοιων γεφυριών έχει σταματήσει από το 1940 και η τέχνη του γεφυροποιού έχει περάσει στη λήθη, με αποτέλεσμα σήμερα να μην υπάρχει ούτε ένας «γεφυράς» ή «κιοπρουλής», όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν ο λαϊκός, εξειδικευμένος με την κατασκευή γεφυριών, μάστορας. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία