κινησούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινησούλα | οι | κινησούλες |
γενική | της | κινησούλας | — | |
αιτιατική | την | κινησούλα | τις | κινησούλες |
κλητική | κινησούλα | κινησούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κινησούλα < κίνηση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινησούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του κίνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κινησούλα
|