κινησιοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κινησιοσκόπιο | τα | κινησιοσκόπια |
γενική | του | κινησιοσκόπιου & κινησιοσκοπίου |
των | κινησιοσκόπιων & κινησιοσκοπίων |
αιτιατική | το | κινησιοσκόπιο | τα | κινησιοσκόπια |
κλητική | κινησιοσκόπιο | κινησιοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινησιοσκόπιο < αρχαία ελληνική κίνησις + -ο- + -σκόπιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινησιοσκόπιο ουδέτερο
- (ηλεκτρονική) διάταξη μετατροπής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε εικόνες σε μία τηλεόραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινησιοσκόπιο
|