κηφηναριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηφηναριό < κηφήνας + -αριό < αρχαία ελληνική κηφήν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.fi.naɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐φη‐να‐ριό
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηφηναριό ουδέτερο
- (οικείο) οι τεμπέληδες, χασομέρηδες και αργόσχολοι άνθρωποι ως σύνολο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κηφήνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηφηναριό
|