Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηλίδα οι κηλίδες
      γενική της κηλίδας των κηλίδων
    αιτιατική την κηλίδα τις κηλίδες
     κλητική κηλίδα κηλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηλίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηλίς από την αιτιατική σε -ίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κηλίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία