κηδεμονικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κηδεμονικά < κηδεμονικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κηδεμονικά
- με κηδεμονικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηδεμονικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κηδεμονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κηδεμονικός