κεφαλαλγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλαλγία < αρχαία ελληνική κεφαλαλγία < κεφαλή + -αλγία (ἄλγος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλαλγία θηλυκό
- (ιατρική) ο πόνος στο κεφάλι, πονοκέφαλος
Συγγενικά επεξεργασία
- κεφαλαλγικός
- → δείτε τις λέξεις κεφάλι και άλγος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλαλγία
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κεφαλαλγίᾱ | αἱ | κεφαλαλγίαι |
γενική | τῆς | κεφαλαλγίᾱς | τῶν | κεφαλαλγιῶν |
δοτική | τῇ | κεφαλαλγίᾳ | ταῖς | κεφαλαλγίαις |
αιτιατική | τὴν | κεφαλαλγίᾱν | τὰς | κεφαλαλγίᾱς |
κλητική ὦ! | κεφαλαλγίᾱ | κεφαλαλγίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεφαλαλγίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κεφαλαλγίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλαλγία < κεφαλαλγής < κεφαλή + ἀλγέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλαλγία, -ίας θηλυκό
- (ιατρική) πονοκέφαλος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 3.23, @scaife.perseus
- τοῦ δὲ χειμῶνος, πλευρίτιδες, περιπλευμονίαι, κόρυζαι, βράγχοι, βῆχες, πόνοι στηθέων, πόνοι πλευρέων, ὀσφύος, κεφαλαλγίαι, ἴλιγγοι, ἀποπληξίαι.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα ἰατρικά, 1.10 @scaife.perseus
- Διὰ τί, ἐὰν μὲν τὸ θέρος αὐχμηρὸν γένηται καὶ βόρειον, τὸ δὲ μετόπωρον ἐναντίον, ὑγρὸν καὶ νότιον, ἐν τῷ χειμῶνι κεφαλαλγίαι τε γίνονται καὶ βράγχοι καὶ βῆχες, καὶ τελευτῶσιν εἰς φθίσεις;
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 18 , 676c, @scaife.perseus, @el.wikisource
- καὶ ὁ Φιλωνίδης δὲ εἴρηκεν ὡς ὁ τῆς μυρρίνης στέφανος τὴν ἐκ τῶν οἴνων ἀναθυμίασιν ἀποκρούεται καὶ ὁ τῶν ῥόδων ἔχει τι κεφαλαλγίας παρηγορικὸν πρὸς τῷ καὶ ἐμψύχειν.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 3.23, @scaife.perseus
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κεφαλαλγής, κεφαλή και ἀλγέω
Πηγές επεξεργασία
- κεφαλαλγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- κεφαλαλγία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012