κεσκέκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεσκέκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεσκέκι ουδέτερο
- είδος φαγητού που παρασκευάζεται με ολονύχτιο βράσιμο μοσχαρίσιου κρέατος και σταριού
- προσφυγικό έθιμο κατά το οποίο παρασκευάζεται το κεσκέκι(1)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεσκέκι
|