κεραύνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κεραύνωσῐς | αἱ | κεραυνώσεις | ||||
γενική | τῆς | κεραυνώσεως | τῶν | κεραυνώσεων | ||||
δοτική | τῇ | κεραυνώσει | ταῖς | κεραυνώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κεραύνωσῐν | τὰς | κεραυνώσεις | ||||
κλητική ὦ! | κεραύνωσῐ | κεραυνώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεραυνώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κεραυνωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραύνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κεραυνόω / κεραυνῶ + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεραύνωσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεραυνός
Πηγές επεξεργασία
- κεραύνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.