Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κεντρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κεντρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεντρώνω
  3. θα κεντρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεντρώνω