κεντρίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακεντρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεντρίζω
- θα κεντρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεντρίζω
κεντρίσουμε