κεντηστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /cen.diˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντη‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεντηστής αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο του οποίου η ενασχόληση είναι να κεντάει
- ※ Το τερζήδικο σχέδιο για το κέντημα [...] σχεδιάζεται σε χαρτί και είναι μια απλή έως περίπλοκη μονοκοντυλιά την οποία ακολουθεί ο κεντηστής με το χρυσό ή άλλο στριφτό κορδονέτο χωρίς να το κόψει μέχρι το τέλος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεντηστής
|