Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεντηστής οι κεντηστές
      γενική του κεντηστή των κεντηστών
    αιτιατική τον κεντηστή τους κεντηστές
     κλητική κεντηστή κεντηστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεντηστής < κεντώ (κέντησ-) + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cen.diˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντη‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεντηστής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία