Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεμεντζές οι κεμεντζέδες
      γενική του κεμεντζέ των κεμεντζέδων
    αιτιατική τον κεμεντζέ τους κεμεντζέδες
     κλητική κεμεντζέ κεμεντζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεμεντζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kemençe < περσική کمانچه (kamāncheh) < کمان (kamān, δοξάρι) + چه (cheh, κατάληξη υποκοριστικού)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεμεντζές αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014