Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεκλεισμένων των θυρών < → δείτε τις λέξεις κεκλεισμένος και θύρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.kliˈzme.non ton θiˈɾon/

  Έκφραση επεξεργασία

κεκλεισμένων των θυρών

το δικαστήριο συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών

  Μεταφράσεις επεξεργασία