κεκές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεκές | οι | κεκέδες |
γενική | του | κεκέ | των | κεκέδων |
αιτιατική | τον | κεκέ | τους | κεκέδες |
κλητική | κεκέ | κεκέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική keke (τραυλός) + -ς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κές
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεκές αρσενικό
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεκές
|