Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφεζυθοπώλης οι καφεζυθοπώλες
      γενική του καφεζυθοπώλη των καφεζυθοπωλών
    αιτιατική τον καφεζυθοπώλη τους καφεζυθοπώλες
     κλητική καφεζυθοπώλη καφεζυθοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καφεζυθοπώλης < καφέ(ς) + ζυθοπώλης ζύθ(ος) + -ο- + -πώλης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καφεζυθοπώλης αρσενικό (θηλυκό καφεζυθοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) κυριολεκτικά αυτός που πουλά καφέ και μπύρα, στην πράξη ιδιοκτήτης καταστήματος που σερβίρει καφέδες και ποτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)