καυστηρατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καυστηρατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενικά τεχνίτης ειδικευμένος σε καυστήρες μηχανών
- ειδικότερα τεχνίτης που επιδιορθώνει ή συντηρεί τον καυστήρα του καλοριφέρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
καυστηρατζής
|