Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καυδιανός < Καύδιο

  Επίθετο επεξεργασία

καυδιανός -ή -ό

  • ο σχετικός με την αρχαία πόλη της Ιταλίας Καύδιο (Caudium)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • καυδιανά δίκρανα: εξευτελισμός, ταπείνωση· όταν οι Σαμνίτες νίκησαν τους Ρωμαίους το 321 π.Χ. κοντά στην πόλη Καύδιο, για να τους ταπεινώσουν, ανάγκασαν τους αιχμάλωτους στρατιώτες να περάσουν κάτω από τρία δόρατα σε σχήμα Π

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία