κατωμεριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατωμεριά | οι | κατωμεριές |
γενική | της | κατωμεριάς | των | κατωμεριών |
αιτιατική | την | κατωμεριά | τις | κατωμεριές |
κλητική | κατωμεριά | κατωμεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατωμεριά θηλυκό
- το κάτω μέρος ή το μέρος που βρίσκεται πιο χαμηλά από άλλο
- (συνεκδοχικά) κατηφόρα
- ≈ συνώνυμα: κατωφέρεια
- ≠ αντώνυμα: ανωφέρεια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατωμεριά
|