Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατσουρμάς οι κατσουρμάδες
      γενική του κατσουρμά των κατσουρμάδων
    αιτιατική τον κατσουρμά τους κατσουρμάδες
     κλητική κατσουρμά κατσουρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσουρμάς < τουρκική kaçırmak[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσουρμάς αρσενικό

  1. απάτη
  2. λαθρεμπόριο
  3. σκασιαρχείο, κοπάνα
    ※  Περιστατικά (όχι απαραίτητα κακά) στην τάξη ή στο διάλειμμα. Οι αταξίες μας, οι κατσουρμάδες (σκασιαρχεία) που πήγαν καλά ή στραβά και άλλα (ΚΑΔΜΟΣ - Σύλλογος Αμπετείου Σχολής, ambetios.gr, 2017, σελ. 25 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής, Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου, 1997, σελ. 127