κατσαρολάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατσαρολάκι | τα | κατσαρολάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατσαρολάκι | τα | κατσαρολάκια |
κλητική | κατσαρολάκι | κατσαρολάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατσαρολάκι < υποκοριστικό του κατσαρόλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατσαρολάκι ουδέτερο
- (κουζινικά) μικρή κατσαρόλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατσαρόλα