Δείτε επίσης: κατοικία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατοικιά οι κατοικιές
      γενική της κατοικιάς των κατοικιών
    αιτιατική την κατοικιά τις κατοικιές
     κλητική κατοικιά κατοικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοικιά < κατοικ(ία) + -ιά με συνίζηση στην κατάληξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.tiˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τοι‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατοικιά θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Θεώνη Εμμ. Δαμίγου, «Θηραϊκόν λαϊκόν λεξιλόγιον», στον τόμο: Σαντορίνη, έκδ. του Μιχαήλ Δανέζη (Αθήνα, 1940), σ. 209.