Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατοικίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατοικίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοικίζω
  3. θα κατοικίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοικίζω