κατηχητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηχητής < ελληνιστική κοινή κατηχητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατηχητής αρσενικό (θηλυκό: κατηχήτρια)
- αυτός που κατηχεί
- (ειδικότερα) ο δάσκαλος στο κατηχητικό σχολείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηχητής
|