κατηγόρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατηγόρηση | οι | κατηγορήσεις |
γενική | της | κατηγόρησης* | των | κατηγορήσεων |
αιτιατική | την | κατηγόρηση | τις | κατηγορήσεις |
κλητική | κατηγόρηση | κατηγορήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηγορήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηγόρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηγόρη(σις) + -ση [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατηγόρηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κατηγορώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηγόρηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατηγόρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας